- δροσεροῦ
- δροσερόςdewymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) … Deutsch Wikipedia
Ptolemaida — Stadtgemeinde Ptolemaida (1942–2010) Δήμος Πτολεμαΐδας (Πτολεμαΐδα) … Deutsch Wikipedia
δροσερότητα — και δροσερότη, η η ιδιότητα τού δροσερού, η φρεσκάδα … Dictionary of Greek
δροσολόγημα — το [δροσολογώ] 1. δρόσισμα, σκόρπισμα δροσιάς 2. πνοή, φύσημα δροσερού αέρα … Dictionary of Greek
ευψυχής — εὐψυχής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ευχάριστο ψύχος, αυτός που είναι ελαφρά, ευχάριστα ψυχρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐψυχές η ύπαρξη ευχάριστου, ελαφρά δροσερού, ανεκτού ψύχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψυχή] … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βέγκα Καρπίο, Φέλιξ Λόπε ντε- — (Félix Lope de Vega Carpiο, Μαδρίτη 1562 – 1635). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής (αναφέρεται συχνά απλώς ως Λόπε ντε Βέγκα). Ανήσυχη και θερμή ιδιοσυγκρασία, παρασύρθηκε γρήγορα σε μια ζωή πολυτάραχη και περιπετειώδη, γεμάτη ατέλειωτες… … Dictionary of Greek
Γόμφων, δήμος — Νέος δήμος (5.154 κάτ.) του νομού Τρικάλων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Γόμφων, Δροσερού, Λυγαριάς, Μουριάς, Παλαιομοναστήρου και Πηγής, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek
Λι, Γιόνας — (Jonas Lie, Έκερ 1833 – Στάβερν 1908). Νορβηγός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά, ακολουθώντας τη σταδιοδρομία του πατέρα του, ο οποίος ήταν δικαστής. Ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 1868 για λόγους βιοπορισμού και με τη βοήθεια του… … Dictionary of Greek
Μεγάλου Αλεξάνδρου, δήμος — Νέος δήμος (8.140 κάτ.) του νομού Πέλλης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Γαλατάδων, Δροσερού, Λιπαρού, Καρυωτίσσης, Παλαιφύτου και Τριφυλλίου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον συνοικισμό… … Dictionary of Greek